Θα ξεκινήσω δανειζόμενη μία φράση-τίτλο από μια ομάδα στο facebook που όπως παρατηρώ έχει αρκετή πέραση και ακόλουθους στο κοινωνικό δίκτυο, αν και προσωπικά μου φαίνεται ως η χαρά των drama queens. Και το κάνω αυτό σίγουρα για να τραβήξω την προσοχή του κόσμου και να τη στρέψω σε ένα ζήτημα που μόνο βαθιά δραματικό μπορεί να χαρακτηριστεί: την κακοποίηση των ζώων.
Αποφάσισα να γράψω για αυτό το ζήτημα, με αφορμή ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα σε φιλοζωική ιστοσελίδα σχετικά με την τραγική κατάσταση που βιώνουν δεκάδες αδέσποτα στο Δημοτικό Κυνοκομείο Βόλου. Ένα σήριαλ που εκτυλίσσεται εδώ και ένα χρόνο, εν μέσω αποδεδειγμένων αναφορών και καταγγελιών για κολαστήριο αδέσποτων ψυχών και αβέβαιο φινάλε. Κερασάκι στην τούρτα οι δηλώσεις του δημάρχου Αχιλλέα Μπέου σε τοπικό κανάλι, όπου με πολύ σοβαρά και ώριμα επιχειρήματα, όπως ταιριάζουν στην πληθωρική προσωπικότητα του άλλωστε, μας εξηγεί γιατί ο βίαιος εγκλεισμός των αδέσποτων δεν είναι παράνομος και πως δεν τον ενδιαφέρει να τα παρατήσει στη συνέχεια σε μέρος εκτός του αστικού ιστού όπου δεν θα μπορούν να σιτίζονται ούτε υποτυπωδώς. Άλλωστε, ο ίδιος είχε δεσμευτεί σχετικά στους ψηφοφόρους του, που τον επέλεξαν με τη χαρακτηριστική ελληνική λογική του «για πλάκα» και «σιγά μωρέ, λες και οι άλλοι ήταν καλύτεροι;», να «καθαρίσει» τους δρόμους της πόλης.
Διότι τι άλλο μπορεί να θεωρούνται τα ζώα, αλλά και να αντιμετωπίζονται ως τέτοια? Ασφαλώς σκουπίδια, είδη αναλώσιμα για πέταμα.
Για να λύσεις ένα πρόβλημα, όπως πολλάκις έχει ειπωθεί, πρέπει να ξεκινήσεις από τη ρίζα του. Και το πρόβλημα στην περίπτωση των αδέσποτων ζώων κατά τη γνώμη μου, έχει διττή ρίζα με αναφορές στην Πολιτεία, από πλευράς τοπικής αυτοδιοίκησης και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Εξηγούμαι: υπάρχουν εκείνα τα αδέσποτα που γεννιούνται στους δρόμους από άλλα αδέσποτα, λόγω της ελλιπούς μέριμνας της πολιτείας στο ζήτημα της στείρωσης και των δομών περίθαλψης. Σε μια ιδανική κοινωνία, κάθε αυτοδιοικητική αρχή θα έπρεπε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες δομές για την ασφαλή διαβίωση και περίθαλψη των ζώων που ζούνε στους δρόμους και έχουν σίγουρα μικρότερο προσδόκιμο ζωής συγκριτικά με τα δεσποζόμενα ζώα. Το πρόβλημα γι’ αυτήν την εξασφάλιση είναι σίγουρα και οικονομικό, αλλά όχι μόνο οικονομικό. Ευτυχώς υπάρχουν αρκετοί φιλόζωοι πολίτες που δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους στα αδέσποτα ζώα, είτε μεμονωμένα είτε συμμετέχοντας σε οργανώσεις, ταΐζοντας και περιθάλποντας τα. Και πάλι όμως τέτοιου είδους αλτρουιστικές και εθελοντικές δράσεις θα έπρεπε να λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι υποκαθιστώντας τις συνήθως ανύπαρκτες τοπικές ή περιφερειακές δομές.
Υπάρχουν όμως και τα αδέσποτα που καταλήγουν στο δρόμο, επειδή οι ιδιοκτήτες τους αποφάσισαν εν μία νυκτί ότι τα βαρέθηκαν ή τους βγήκαν ελλαττωματικά, όχι όπως τα περίμεναν. Λες και τα ζώα είναι παιχνίδια του καθενός μας, άψυχες και άβουλες κατασκευές. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το να παρατάς ένα ζώο επειδή πλέον δεν σου κάνει κέφι, είναι μια πράξη εγκληματική. Ότι το να γίνεις κάτοχος ενός ζώου οφείλει να αποτελεί μια κίνηση υπεύθυνη και συνειδητοποιημένη, σίγουρα όχι απόρροια της πίεσης των παιδιών σου ή των νέων τάσεων της μόδας σε μια κοινωνία. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται ατομική παιδεία, στοιχεία ωριμότητας και υπευθυνότητας χαρακτήρα, σε συνδυασμό με κατάλληλη ενημέρωση για τη θέση και τις ανάγκες ενός ζώου.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ σε όσους κακοποιούν εμπράκτως τα ζώα βιαιοπραγώντας πάνω τους, γεμίζουν τον τόπο δηλητήρια ή καταβάλλονται εναντίον όσων τύχει να τα φροντίζουν. Είναι δικαίωμα του καθενός να μη θέλει στον προσωπικό του χώρο ένα ζώο να τον συντροφεύει. Είναι επίσης δικαίωμα του να φοβάται τα ζώα, ενδεχομένως λόγω πρότερης τραυματικής εμπειρίας, ακόμα και να σιχαίνεται να τα ακουμπήσει. Δεν έχει όμως δικαίωμα κανείς να προκαλεί το κακό ενός άλλου έμβιου όντος, είτε ανήκει στο ανθρώπινο είδος είτε είναι κάποιο ζώο. Μπορεί απλώς να αδιαφορήσει και να προσπεράσει, όχι όμως να εκτονώσει τα προσωπικά του απωθημένα και το συσσωρευμένο θυμό του σε ανυπεράσπιστα πλάσματα που από μόνα τους δεν ενοχλούν κανέναν και προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν.
Αγγέλα Χατζή, Δημοσιογράφος Α.Π.Θ.