Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Αυτή, κάνοντας ένα βήμα και φορώντας πλέον το φτηνό ένδυμα της ελευθερία της, δικαιώνει και πάλι την «πάστα» της. «Βίκυ, Βίκυ» φώναζε συμπονετικά η πλειάδα δημοσιογράφων έξω από το ψυχιατρείο. Ήταν μια δικαίωση, και για αυτούς. «Αποφυλακίζεται η Βίκυ Σταμάτη: Ελεύθερη χωρίς εγγύηση» η λεζάντα που μας τόνιζε ο τηλεοπτικός σταθμός κάτω από τις δηλώσεις της. Και εκείνη, με το λαμπερό της πρόσωπο λόγω των χιλιάδων ευρώ που έχουμε ξοδέψει στις πλαστικές της επεμβάσεις, ξεκινά να παίζει το ρόλο της, αρχίζει και πάλι να υποκρίνεται ως πονεμένη μητέρα και με τρεμάμενη δακρυσμένη φωνή (αλλά χωρίς κανένα ίχνος δακρύου) ως μια σύγχρονη Τζένη Καρέζη αποδίδει το ρόλο που της έχουν συμβουλέψει. Και στο φόντο οι δυο δικηγόροι της, των οποίων δε χρειάζεται να ανατρέξεις στο βιογραφικό για να αντιληφθείς πόσο σάπιοι, βρώμικοι και ρυπαροί είναι γιατί φωνάζουν οι φυσιογνωμίες των, ωρύονται…
«Θέλω να γυρίσω στο παιδί μου, θέλω να πάω κοντά του» ψελλίζει ορμώμενη από μητρικό ένστικτο, το οποίο όμως πού είχε απωλέσει όλα τα προηγούμενα χρόνια; Τότε που ξόδευε μυθικά ποσά σε ξενοδοχεία και εκδηλώσεις, τα οποία εν γνώσει της ήταν άκρως παράνομα. Τότε άραγε δεν σκεφτόταν «Τι θα απογίνει το παιδί μου» αν ανακαλύψουν ότι υπεξαιρώ δισεκατομμύρια ευρώ από το λαό ή ακόμα- ακόμα ότι κλέβω τους γονείς των συμμαθητών του; Τότε που το όνομά της ήταν στις χρυσές λίστες του Κολωνακίου για τις ιδιαίτερες υπηρεσίες της, δεν την ένοιαζε τι θα λέει το παιδί της και πώς με αυτό τον τρόπο το τιμά; Όχι πιθανότατα. Αλλά έπρεπε να ακουμπήσει για άλλη μια φορά στις ελληνικές αξίες που έγιναν ευαισθησίες όπως αυτή της οικογένειας και των παιδιών, που στη χώρα μας ήταν ιερά, όμως κάτι άνθρωποι σαν εσένα Βίκυ τα κατάντησαν «μπανάλ». Και ξέρεις κάτι Βίκυ; Δεν έχεις άδικο. Καθόλου μάλιστα. Γιατί διεκδικείς τα συμφέροντά σου όπως έχεις μάθει ως τώρα, στοχεύοντας στο να κοροϊδέψεις τον ελληνικό λαό, τον οποίο ήδη ξέρεις πολύ καλά ότι το κάνουν πολλοί και εύκολα. Γιατί κάνεις επίκληση στο ψυχισμό του λαού, ξέροντας ότι ο λαός θα ακούσει τα λόγια σου, θα σε συμπονέσει και ίσως ψιθυρίσει «αχ την καημένη», αλλά με τίποτα δε θα κοιτάξει το διπλανό παιδί της πολυκατοικίας που προχθές λιποθύμησε στο σχολείο λόγω φαγητού, γιατί «δεν είναι δικό μας». Γιατί η Ελληνίδα ακροατής νοιώθεις ότι θα σε νοιώσει Βίκυ, παρόλο που έχεις στερήσει από αυτή τη μάνα το δικαίωμα για δωρεάν παιδεία και υγεία στο δικό της παιδί με τα τόσα εκατομμύρια που έχετε υφαρπάξει με τον άνδρα σου. Τουλάχιστον το επικοινωνείς καλά. Γιατί αντιλαμβάνεσαι- και σε συμβούλεψαν για αυτό- ότι ο Έλληνας ξεχνάει, ότι ο Έλληνας γουστάρει τη στιγμή, γιατί κάτι απατεώνες από το μετερίζι σου, με την απύθμενα δυσώδη ανηθικότητά τους, έμαθαν σε αυτό το λαό να σκέφτεται πώς θα γεμίσει την πάρτι του, το πορτοφόλι του, τον ψευτοεγωισμό του. Αλλά για τώρα, ποιος νοιάζεται για αύριο;
Κάπως έτσι, εγώ, εσύ, ο διπλανός σου, γίναμε άγνωστοι. Γίναμε έρμαια του χρήματος και ονειροπόλοι της ζωής της Βίκυς. Πάρε μια κόλλα χαρτί και γράψε έναν αριθμό πάνω. Είναι δικό σου! Έγινες ευτυχισμένος; Όχι; Τότε γιατί αυτήν την παλιοκόλλα χαρτί που έχει υπογράψει κάποιος άλλος και συ την ονομάζεις «Ευρώ» την αφήνεις να καθορίζει την ευτυχία σου; Ως λαός είχαμε πάντα ομοψυχία και εθνική συνείδηση. Ποτέ μην πιστεύεις τα περί ελληνικού παλιολαού και ψόφιας ελληνικής ράτσας. Είναι ξεκάθαροι φανφαρολογικοί νεοτερισμοί. Ήμασταν πάντοτε ενωμένοι υπό τη σκέπη της αλληλεγγύης, της αγάπης και του Θεού. Μαζί, μπορούσαμε. Όταν χορεύουμε ένα παραδοσιακό χορό, όλοι είναι πιασμένοι χέρι-χέρι, δείγμα του ότι ο ένας εξαρτάται από τον άλλο. Ακόμα και στους χορούς που χορεύονται χωριστά, όλοι είμαστε ένα. Μαζί. Παραμερίζεται η υλιστική αξία του καθενός, ανυψώνεται η πνευματική ομοψυχία και όλο αυτό καταλήγει στην τελική έκφανση του χορού που είναι αν μη τι άλλο η άνευ όρων και άκρως δελεαστική διασκέδαση εν μέσω σύσφιξης σχέσεων. Αυτόν το χορό λοιπόν έχουμε χάσει σχεδόν ανεπίστρεπτή: Το να είμαστε μαζί ως σύνολο ανθρώπων με αξίες κι όχι ανθρώπων με αξιακά ομόλογα. Αντ’αυτού, οι αξίες της Ελλάδας έχουν αλλάξει και στο προσκήνιο ήρθαν και έμειναν τραγουδίστριες, τηλεπερσόνες και πρότυπα χωρίς αιδώ, παρά μόνο στο κυνήγι του χρήματος να καταλύεται κάθε προσωπικό όριο, ακόμα και αυτό της εκούσιας και άνευ όρων εκπόρνευσης προς επίρρωσην του σκοπού.
Για αυτό λοιπόν καλά έκανες Βίκυ. Γιατί στο πρόσωπό σου, αυτό το διαλυμένο, βλέπω την πατρίδα μου. Μια πατρίδα η οποία έχει βιαστεί και βιάζεται ασύστολα και κατ’εξακολούθιση από τον εφιαλτικότερο βιαστή της: τον τερατώδη της εαυτό.
Άορ