Ο κυρ Ορέστης μεγάλωσε στη περίοδο της κατοχής σε ορφανοτροφείο. Το στήριγμα του ήταν ο αδερφός του ο Χρήστος. Ήταν ένας από τους χιλιάδες αγράμματους εκείνης της εποχής. Μία μέρα, σε ηλικία 15 χρονών πήρε την απόφαση να μάθει γράμματα. Του είχαν πει πως θα πρέπει να δώσει τις εξετάσεις της 4ης γυμνασίου για να μπορέσει να παρακολουθήσει κανονικά τα μαθήματα της πέμπτης. Έτσι, ξεκίνησε να διαβάζει, αλλά τα λάθη που έκανε ήταν τόσο πολλά που μέχρι και ο αδερφός του, ο οποίος δεν είχε πάει σχολείο, του έλεγε πως όλα του τα γραπτά έχουν ορθογραφικά λάθη. «Δύσκολη γλώσσα η Ελληνική» είπε. Το πείσμα του ωστόσο ήταν μεγάλο και κατάφερε να τελειώσει το σχολείο.
Αφού τελείωσε το σχολείο και ενηλικιώθηκε έφυγε με τον Χρήστο από το ορφανοτροφείο και γύρεψε δουλειά για να επιβιώσει. Στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο ελληνική οικονομία δεν υπήρχαν δουλειές. Έτσι, πήρε την απόφαση να πάει στην Ιταλία για να βρει τη τύχη του. Συνοδοιπόρος στο ταξίδι του, όπως και σε κάθε άλλο, ήταν ο αδερφός του. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα βρήκαν και οι δύο δουλειά αλλά τα έσοδα τους ήταν λίγα.
Ο κυρ Ορέστης είχε μεγάλες προσδοκίες, ήθελε να γίνει κάποιος σημαντικός. Ήθελε να ζήσει τη ζωή του έντονα. Έτσι αποφάσισε να μάθει την Ιταλική γλώσσα για να μπορέσει να σπουδάσει. Δεν του πήρε πολύ καιρό για να τα καταφέρει και το μόνο που έμενε ήταν να επιλέξει το επάγγελμα που θα ήθελε να κάνει.
Ο κυρ Ορέστης αγαπούσε τα ζώα και με αυτό το κριτήριο αποφάσισε να σπουδάσει κτηνιατρική. Παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν για να μπορέσει να επιβιώσει. Το ξένο περιβάλλον, η φτώχεια και το δύσκολο ωράριο του δεν τον πτόησαν. Τελείωσε τη σχολή της κτηνιατρικής του Τορίνο στον προβλεπόμενο χρόνο.
Ένα πρωί πήρε την απόφαση να φύγει από την Ιταλία και να μεταναστεύσει στην Γερμανία όπου ήλπιζε να βρει εργασία ως κτηνίατρος.
Ο αέρας της Γερμανίας του θύμιζε τα εγκλήματα των ναζί. Η δύσκολη γλώσσα ήταν για τον ίδιο εμπόδιο. Δεν άργησε να πάρει την απόφαση και να αφήσει την Γερμανία για την χώρα που τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα× την Αμερική.
Στο ταξίδι προς την Αμερική διάβαζε για να μάθει Αγγλικά. Του είχε αρέσει πολύ η γλώσσα γιατί του φαινόταν εύκολη, πιο εύκολη και από τα Ελληνικά που ήταν η μητρική του γλώσσα.
Στην Αμερική βρήκε δουλειά σε μία κτηνιατρική κλινική. Στη δεκαετία του 70’ πήρε την απόφαση του να δημιουργήσει τη δική του κτηνιατρική κλινική. Για να πετύχει το σκοπό του, ξεκίνησε να εργάζεται και σε δεύτερη κλινική. Δούλευε από τα χαράματα μέχρι τη νύχτα.
Το εξαντλητικό του ωράριο τον ώθησε στο να αφήσει και τις δύο κλινικές και να δημιουργήσει χώρο στην οικία για να δέχεται εκεί τους πελάτες του. Εκείνη τη περίοδο γνώρισε τη γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα. Όπως λέει ο ίδιος, “ήταν ένας άγγελος”. Καρπός του έρωτα τους ήταν ένα αγοράκι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80’ πέτυχε το όνειρο του. Άνοιξε τη δική του κτηνιατρική κλινική. Ήταν ένας καλός κτηνίατρος και οι επικοινωνιακές του δεξιότητες τον βοήθησαν να εδραιωθεί. Για χρόνια εργαζόταν ακατάπαυστα. Δεν ήξερε αν δούλευε τόσες ώρες από συνήθεια ή επειδή δεν ήθελε να αφήσει ούτε λεπτό τη κλινική που κόπιασε τόσο πολύ για να τη φτιάξει.
Ανήσυχο πνεύμα ο κυρ Ορέστης. Κάθε μέρα που περνούσε πάλευε να τη ζήσει έντονα. Ήθελε να τα κάνει όλα με ξεχωριστό τρόπο. Όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα για να ανοίξει μία κτηνιατρική κλινική στην Αθήνα, αγόρασε ένα αεροπλάνο Cessna. Καθώς το αεροπλάνο ήταν μονοκινητήριο αναγκάστηκε να πετάξει προς την βόρεια Αμερική. Έκανε στάση Γροιλανδία για ανεφοδιασμό, στη συνέχεια στη Σκωτία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και τέλος στην Ελλάδα.
Έχοντας τις γνώσεις και τα χρήματα ίδρυσε στην Αθήνα τη κτηνιατρική κλινική που ονειρευόταν. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα αφού πούλησε την επιχείρηση του στην Αμερική.
Σε εκείνο το σημείο, ο κυρ Ορέστης σηκώθηκε να βάλει ξύλα στη σόμπα. Σκέφτηκα, ο άνθρωπος ήταν στο ορφανοτροφείο, πήγε στην Ιταλία, έγινε κτηνίατρος, έφυγε στην Γερμανία, στη συνέχεια στην Αμερική, εκεί δούλεψε, άνοιξε δική του κλινική, γύρισε στην Ελλάδα με αεροπλάνο και αυτή τη στιγμή πίνει τον καφέ του μαζί μου. Το σπίτι του (απλό και ελληνικό) αλλά πριν μπεις μέσα στο σπίτι, θα περάσεις από τον αεροδιάδρομο που έχει «παρκαρισμένο» το αεροπλάνο του.
Όπως μου συμβούλεψε ο κυρ Ορέστη, «βάλε ένα στόχο και δώσε τη ψυχή σου για να τον πετύχεις. Δεν υπάρχει χρόνος για να τον σπαταλάς περιμένοντας».Η ζωή τελικά, θέλει πάθος, θέλει τόλμη και δυνατή καρδιά. Καμία κακουχία δεν μπορεί να μας απομακρύνει από το όνειρο μας.
* Τα ονόματα είναι αλλαγμένα για τις ανάγκες του άρθρου.
Γιάννης Παπαδόπουλος